- περίπλεγμα
- τὸ, Α [περιπλέκω]το πρόσωπο ή το πράγμα που αγκαλιάζει κάποιος, πρόσπτυγμα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιπλέγμασι — περίπλεγμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλέγματα — περίπλεγμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιείλημα — τὸ, Α [περιείλω] περίπλεγμα, περίδεμα («περιειλήματα ποδῶν», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
πρόσπτυγμα — ύγματος, τὸ, Α [προσπτύσσω] 1. το πρόσωπο ή το αντικείμενο που αγκαλιάζει κανείς, περίπλεγμα* 2. οτιδήποτε περιβάλλει κανείς με στοργή και αγάπη … Dictionary of Greek